Σελίδες , Άρθρα

Κορνήλιος Καστοριάδης

Κορνήλιος Καστοριάδης
Ο άνθρωπος είναι υπεύθηνος για την ιστορία του

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Εργασία : Πυλώνας της αντιπροσώπευσης


          Η βιοποριστική εργασία αποτελεί θεμελιώδη αξία στη σύγχρονη κοινωνία , σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να καθορίζει όχι μόνο τη ζωή αυτών που εργάζονται αλλά και αυτών που δεν εργάζονται . Ο ρυθμός της ζωής της εργάσιμης ημέρας έχει μεταμορφώσει σταδιακά όλους τους κοινωνικούς θεσμούς , όπως το σχολείο , την οικογένεια ή τον στρατό . Ζούμε σε μια κοινωνία που οι σχέσεις εργασίας ορίζονται από τρία βασικά σημεία : ευελιξία , κινητικότητα , επισφάλεια . Ευελιξία γιατί πρέπει οι εργαζόμενοι να προσαρμόζονται εύκολα και συνεχώς σε νέα καθήκοντα . Κινητικότητα γιατί πρέπει να αλλάζουν συνέχεια εργασία και επισφάλεια γιατί δεν υπάρχουν πλέον συμβάσεις που να εγγυώνται σταθερή και μακροχρόνια εργασία . Η εργάσιμη ημέρα στο σύνολό της ορίζεται χρονικά από μία απροσδιόριστη διαίρεση μεταξύ του εργάσιμου και του μη εργάσιμου χρόνου . Με δεδομένη πλέον την κατάργηση του οκταώρου , ένας εργάτης χρειάζεται πολύ περισσότερες ώρες να αφιερώσει στο χρόνο της εργασίας του συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου μετακίνησης . Από την άλλη μεριά , βρίσκονται οι εργαζόμενοι στην «άυλη εργασία» .  Εδώ δεν έχουμε να παράγουμε ένα «πράγμα» , αλλά πρέπει να παράγουμε γνώση , επικοινωνία , πληροφορία , συναισθήματα κλπ. Η δημιουργία μιας ιδέας για μια διαφημιστική καμπάνια είναι κάτι που απασχολεί τους παραγωγούς της εικοσιτέσσερις ώρες την ημέρα με αποτέλεσμα ο πραγματικός χρόνος εργασίας να επεκτείνεται πολύ πέρα από το όποιο ωράριο . Ακόμα και στη γεωργία μπορούμε να δούμε πως οι άνθρωποι αναγκάζονται να δουλέψουν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου , προκειμένου να προλάβουν . Να προλάβουν τι ; Όλοι θέλουν να «προλάβουν» και μπαίνουν σε έναν ασταμάτητο αγώνα δρόμου , που η γραμμή του τερματισμού μετακινείται συνεχώς μπροστά , όσο πλησιάζει ο δρομέας . Πρέπει να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε με διαφορετικό τρόπο τον «χρόνο» εργασίας μας .
          «Η δε βελτίστη πόλις ου ποιήσει βάναυσον πολίτην». (Αριστοτέλης , Πολιτικά , βιβλίο Γ΄, κεφ. 5 , 1278a, 8) Η μετάφραση της πρότασης αυτής είναι απλή : «η άριστη πόλη δεν θα δώσει το δικαίωμα του πολίτη στον “εργάτη”» . Μήπως ο Αριστοτέλης ήθελε να αποκλείσει τους εργάτες από το δικαίωμα του πολίτη ; Όχι βέβαια . Το συμπέρασμα αυτό μπορεί κάποιος να το εξαγάγει μόνο αν απομονώσει τη φράση αυτή από το υπόλοιπο κείμενο . Από τον ίδιο πληροφορούμαστε τον ορισμό του άριστου πολίτη στο κεφ. 13 του τρίτου βιβλίου των Πολιτικών : «ο δυνάμενος και προαιρούμενος άρχεσθαι και άρχειν προς τον βίον τον κατ’ αρετήν» . Μας λέει δηλαδή με απλά λόγια ότι πολίτη ονομάζουμε αυτόν που έχει τη δυνατότητα να κυβερνά και να κυβερνιέται . Ταυτόχρονα η πολιτική δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο στην περίπτωση που η διακυβέρνηση εφαρμόζεται ανάμεσα σε ελεύθερους και ίσους , συνεπώς δεν χωρά καμία διάκριση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων . «Η δε πολιτική ελευθέρων και ίσων αρχή» (Α΄ βιβλίο , 7ο κεφ. , 1255b , 21). Ακόμα και αν χρειαστεί σε ένα πρώτο στάδιο κάποιος να είναι κυβερνώμενος , αυτό γίνεται για να μάθει στη συνέχεια να κυβερνά, να μπορεί να συμμετέχει σε αυτήν την εναλλάξ διαδικασία . Όταν όμως ένας άνθρωπος είναι απόλυτα υποδουλωμένος στις βιοτικές του ανάγκες , σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ίσος ή ελεύθερος σε σχέση με κάποιον που δεν έχει βιοποριστικό πρόβλημα . Αυτό ακριβώς είναι που οι κατέχοντες την εξουσία , γνωρίζουν πολύ καλά .
           Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι εργάτες –και όχι οι εργάτριες- απέκτησαν το δικαίωμα ψήφου μόλις τον 19ο  αιώνα . Υπήρχαν δε , πάρα πολλές αντιδράσεις για το αν έπρεπε να έχουν αυτό το δικαίωμα οι «αγράμματοι» , οι φτωχοί , ή ο «λαός» , από πολλούς «πεφωτισμένους» φιλόσοφους και «διανοητές» . Στις σύγχρονες κοινωνίες , οι «αγορές» , δεν ενδιαφέρονται για την εργασία καθεαυτή , αλλά για την διατήρηση της εξουσίας και του ελέγχου μέσω αυτής . Ενδιαφέρονται για το «σύστημα» με το οποίο μπορούν να ελέγξουν την εργασία και κατ’ επέκταση το άτομο σε όλες τις πτυχές της ζωής του , δηλαδή να το ελέγξουν «βιοπολιτικά» . Ο έλεγχος αυτός , μετατρέπεται σε πειθαρχικό έλεγχο , εξαιτίας των πολύ λεπτών μηχανισμών ελέγχου όπως η παρατήρηση , τα συστήματα καταγραφής , ή η παρακολούθηση . Διαμορφώνεται με αυτόν τον τρόπο ένας μηχανισμός εξουσίας που θέλει να ελέγχει κατά κύριο λόγο τα άτομα και όχι την παραγωγή . Στόχος του , είναι να αποσπά από αυτά περισσότερο χρόνο και εργασία και όχι παραγωγή πλούτου. Ο χρόνος της ημέρας πρέπει να εξαντλείται αφιερωμένος στην εργασία και μαζί με αυτόν να εξαντλείται σωματικά και διανοητικά και ο ίδιος ο εργαζόμενος . Η παραγωγή πλούτου στις σύγχρονες κοινωνίες δεν χρειάζεται τόσο τους εργαζόμενους όσο πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια . Οικονομική πρόοδος σημαίνει λιγότερες θέσεις εργασίας , ενώ τεχνολογική πρόοδος σημαίνει αντικατάσταση όσο το δυνατόν περισσότερων εργαζόμενων από «σκεπτόμενα» λογισμικά .    
          Η προγραμματισμένη απασχόληση διέπεται από τρεις σημαντικές μεθόδους : τον καθορισμό του ρυθμού απασχόλησης , τον εξαναγκασμό σε καθορισμένες εργασίες , και την ρύθμιση των κύκλων επανάληψης . Ο μεγάλος αριθμός των εργαζόμενων , απαιτεί αυστηρότερη αστυνόμευση του χρόνου εργασίας , με στόχο να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη ποιότητα . Ασταμάτητος έλεγχος , πίεση από τους επιστάτες , κατάργηση κάθε στοιχείου που μπορεί να αποσπάσει την αυτοσυγκέντρωση των εργαζόμενων από το έργο τους . Στην εργασία χρειάζεται το είδος του «ολοκληρωτικά ωφέλιμου χρόνου» . Όλες οι πράξεις χρειάζονται μία συγκεκριμένη χρονική ρύθμιση , ένα πρόγραμμα που να εξασφαλίζει αφ’ ενός τη διαμόρφωση της ίδιας της πράξης , αφ’ ετέρου τον έλεγχο εκ των έσω του τρόπου με τον οποίο εκτυλίσσεται σε όλες τις φάσεις της . Η αρχή της αυξανόμενης χρησιμοποίησης του χρόνου προβάλει σήμερα ως απαραίτητο συστατικό επιτυχίας σε όλα τα είδη εργασίας . Το αποτέλεσμά της όμως αποβαίνει μοιραίο για τους ίδιους τους εργαζόμενους . Αποσπά από τον εργαζόμενο όλες τις διαθέσιμες στιγμές του και από κάθε στιγμή την περισσότερο ωφέλιμη δύναμη . Έτσι ο εργαζόμενος δεν απασχολείται αλλά εξαντλείται , αφού το ζητούμενο είναι «το ανώτατο όριο ταχύτητας να φτάσει το ανώτατο όριο αποτελεσματικότητας» . Η εξάντληση , ως αποτέλεσμα του τρόπου διαχείρισης του χρόνου από το υπάρχον πολιτικό και οικονομικό σύστημα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ιδιωτικοποίηση των ατόμων , στην αποστασιοποίησή τους από τα κοινά αλλά κυρίως στην μη συμμετοχή τους σε αυτά .
         Η σημερινή κοινωνία , όπως όλες οι κοινωνίες , επιβάλλει θεμελιώδεις αξίες στα άτομά της , επηρεάζοντας όχι μόνο τα ίδια ως τέτοια , αλλά όλα τα πεδία του βίου τους . Είμαστε συνεπώς υποχρεωμένοι να λάβουμε υπόψη όλες ανεξαιρέτως τις αξίες αυτές αν θέλουμε να κρίνουμε όχι το πολίτευμα αλλά την κοινωνία μας ως δημοκρατική ή όχι . Αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι το να ορίσουμε την δημοκρατία ως είδος κοινωνίας και όχι μόνο ως είδος πολιτεύματος . Συνεπώς δεν μπορούμε να αποκλείσουμε από τη συζήτηση μας , αξίες οι οποίες επηρεάζουν καταλυτικά το πολίτευμα αυτής της κοινωνίας . Τέτοιες αξίες είναι η ιδιοκτησία , ο οικονομικός αναγωγισμός ή η εργασία που μας ενδιαφέρει στο παρόν κείμενο . Ο εργαζόμενος δεν μπορεί ποτέ να συμμετέχει στις κοινές υποθέσεις , επειδή το κύριο μέλημά του είναι το επάγγελμά του . Άρα δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε πολίτη από τη στιγμή που δεν υπακούει στην διττή απαίτηση ως εναλλάξ κυβερνώμενου και κυβερνώντος . Δυστυχώς , αυτή είναι η αλήθεια.
          Η ουσιαστική ενασχόληση με τα δημόσια πράγματα είναι εντελώς ασύμβατη με μία ζωή που έχει ως αποκλειστική ενασχόληση την χρονοβόρα και εξαντλητική βιοποριστική εργασία για δύο κύριες αιτίες : α)η «ανάγκη» για εργασία η οποία πηγάζει από την ευελιξία, την κινητικότητα και την επισφάλεια που ανέφερα παραπάνω (οικονομικοί λόγοι) β)ο «αποπροσανατολισμός» που δημιουργείται από την «ανάγκη» . Γράφοντας «αποπροσανατολισμός» εννοώ πως το κύριο μέλημά μας είναι η προσπάθεια παραμονής μας στην εργασία ή η οικονομική μας ανέλιξη και όχι η συμμετοχή στη διαμόρφωση των νόμων που ορίζουν την παραμονή και την οικονομική ανέλιξη . Για να στρέψουμε όμως το βλέμμα μας εκεί , χρειάζεται ακριβώς το να έχουμε απόσταση από την ανάγκη και χρόνο για να σκεφθούμε . Να σκεφθούμε , όχι για να προτείνουμε κάτι , αλλά για να πιστέψουμε πως τελικά μπορούμε να σκεφθούμε πολιτικά . Από τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό , μοιραία αποδεχόμαστε υπόρρητα τον σταθερό και υπαρκτό διαχωρισμό σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους , με αποτέλεσμα να υποτασσόμαστε στην νεωτερική και πάγια αρχή της αντιπροσώπευσης . Υποσυνείδητα , πιστεύουμε πως δεν υπάρχουν ίσες δυνατότητες για τη συμμετοχή όλων στη πολιτική ζωή . Αποτέλεσμα τούτου είναι να αφήνουμε την πολιτική στους λίγους «εργαζόμενους στην πολιτική» , τους επαγγελματίες της πολιτικής . Η αρχή της αντιπροσώπευσης , είναι κατεξοχήν αρχή αποκλεισμού των πολλών που δήθεν αντιπροσωπεύονται από τους λίγους .
   Τελειώνοντας , πιστεύω πως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να υποστηρίξω περισσότερο την άποψή μου ότι η εργασία όπως είναι σήμερα διαμορφωμένη αποκλείει εκ των προτέρων τη συμμετοχή των εργαζόμενων στα κοινά και κυρίως στην πολιτική , από το να παραπέμψω στον Κορνήλιο Καστοριάδη :
          «Όταν ο Benjamin Constant υποστηρίζει[ …] ότι η σύγχρονη βιομηχανία κάνει αυτούς που εργάζονται σε αυτήν ανίκανους να ασχοληθούν με την πολιτική , και άρα είναι επιβεβλημένος ένας εκλογικός φόρος , το ερώτημα που τίθεται για μας είναι : θέλουμε τη σύγχρονη βιομηχανία όπως είναι και με τις υποτιθέμενες συνέπειές της , μεταξύ των οποίων η πολιτική ολιγαρχία , περί αυτού πρόκειται στην πραγματικότητα και αυτό άλλωστε συμβαίνει . Ή θέλουμε μια πραγματική δημοκρατία , μία αυτόνομη κοινωνία ; Στη δεύτερη περίπτωση θεωρούμε ότι η οργάνωση της σύγχρονης βιομηχανίας , και αυτή η βιομηχανία , δεν είναι ούτε φυσική αναγκαιότητα ούτε απόρροια της θείας θέλησης , είναι μία από τις συνιστώσες της κοινωνικής ζωής , την οποίαν καταρχήν πρέπει και μπορούμε να μετασχηματίσουμε με βάση τις πολιτικές και κοινωνικές μας βλέψεις και απαιτήσεις». (Κορνήλιος Καστοριάδης , Χώροι του ανθρώπου , σελ. 226-227.)