Σελίδες , Άρθρα

Κορνήλιος Καστοριάδης

Κορνήλιος Καστοριάδης
Ο άνθρωπος είναι υπεύθηνος για την ιστορία του

Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

«Το πολιτικό» και η καταγωγή της θέσμισης

Αν θέλουμε συζητώντας , να προσανατολιστούμε στην ιστορία και στην πολιτική , αν θέλουμε να μπορούμε να κρίνουμε και να επιλέγουμε , η Ελλάδα αποτελεί προϋπόθεση της συζήτησης αυτής . Όταν  γράφω Ελλάδα , πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι δεν αναφέρομαι σε ολόκληρη την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας αλλά σε ένα μικρό κομμάτι της , που αφορά την περίοδο μεταξύ του 8ου και 4ου αιώνα π.χ.. Τότε άρχισε να φτιάχνεται αυτό που εμείς σήμερα λέμε «δημοκρατία» και που για μας έχει μεγάλο πολιτικό ενδιαφέρον.
         Μέχρι την Ελλάδα , οι κοινωνίες είχαν μία δική τους , αυστηρά κλειστή κοσμοθεώρηση . Πίστευαν πως η κοινωνία τους , ήταν η καλύτερη , με την έννοια του νοήματος και της αλήθειας , και οι «άλλες» ήταν κατώτερες , παράξενες , διεστραμμένες κ.λ.π. Η αμεροληψία , ήρθε στον κόσμο με τον Όμηρο , όπως παρατήρησε η Χάννα Άρεντ (Χάννα Άρεντ , 1972  : 70), και αφορά την γνώση και την κατανόηση για «το άλλο». Στην πραγματικότητα αυτό είναι μία όψη της κριτικής ματιάς που έριχναν οι Έλληνες στους δικούς τους θεσμούς. Έτσι δημιουργήθηκε το φιλοσοφικό κίνημα , από τους Έλληνες και μόνον από αυτούς. Γιατί απλά η δυνατότητα του να στοχάζεται κάποιος για κάποια άλλη κοινωνία , ή πάνω στην δική του κοινωνία , έγινε πράξη μόνον μέσα στο πλαίσιο της ιστορίας της ελληνοδυτικής παράδοσης.
         Βασική προϋπόθεση μιας φιλοσοφικής συζήτησης είναι η σκέψη δίχως περιορισμούς. Η στάση αυτή δεν είναι καθολική , αλλά αποτελεί καθ’ ολοκληρίαν εξαίρεση στην ανθρώπινη κοινωνική ιστορία. Συνεπώς θα ήταν καλό να αναρωτηθούμε πότε και πώς η ανθρώπινη κοινωνία έγινε ικανή να σπάσει το «κλείσιμο» που κατά κανόνα υπάρχει ; Με την έννοια αυτή , δεν είναι ισοδύναμη η συζήτηση για την Ελλάδα , με αυτήν για μία οποιαδήποτε άλλη κοινωνία παρμένη στην τύχη. Στην περίπτωση της Ελλάδας μιλάμε για τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες της ίδιας της σκέψης , όπως την γνωρίζουμε και την εφαρμόζουμε , για τον τόπο δημιουργίας της φιλοσοφίας και της δημοκρατίας , άρα για τις ίδιες μας τις ρίζες . Αν λοιπόν θεωρήσουμε ότι η δύναμη αυτή της δημιουργίας δεν έχει εξαντληθεί , η Ελλάδα αποτελεί για μας ένα «σπέρμα» , όχι πρότυπο ή μοντέλο , αλλά ούτε και υπόδειγμα , όπως έλεγε ο Μαρξ . Εκείνο που θα μας απασχολήσει παρακάτω , είναι το πώς μπορούμε να αντλήσουμε ιδέες και να ξεφύγουμε από την συναίνεση , μελετώντας και συζητώντας πάνω σε ένα «τύχημα».
        
        
          Οι διάφορες μορφές κοινωνιών που παρουσιάστηκαν μέσα στην ιστορία , καθορίζονται από την φαντασιακή δημιουργία. Λέγοντας φαντασιακή δεν εννοούμε φανταστική , δηλαδή πλασματική , ή κοινωνία ειδώλων. Φαντασιακή σημαίνει αυτήν την κοινωνία που τοποθετεί καινούργιες μορφές , χωρίς κίνητρο και χωρίς να μπορεί να εξηγηθεί με την βοήθεια ορθολογικού σχήματος. Οι μορφές που δημιουργεί κάθε κοινωνία , είναι το μέσο που χρειάζεται ώστε να μπορεί να συγκροτήσει ένα σύστημα κανόνων , θεσμών , αξιών , κινήτρων και προσανατολισμών , τόσο της συλλογικής όσο και της ατομικής ζωής. Στο κέντρο αυτής της συγκρότησης βρίσκονται οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες , τις οποίες δημιουργεί η κοινωνία και παίρνουν ζωή από τους θεσμούς της. Ο Θεός ή ο σύγχρονος ορθολογισμός είναι κάποιες από τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες.
         Η δημιουργία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως έργο ενός ή μερικών ατόμων. Είναι συλλογική δημιουργία που προέρχεται από το συλλογικό φαντασιακό ή αλλιώς από το θεσμίζον φαντασιακό. Αυτό με την σειρά του είναι στην πραγματικότητα μία εξουσία που συνεχώς θεσμίζει , είναι μία θεσμίζουσα εξουσία , που ποτέ δεν μπορεί να διαυγασθεί εντελώς. Λέγοντας «διαύγαση» , εννοούμε την χωρίς πέρας εργασία , κατά την οποία οι άνθρωποι προσπαθούν να σκεφθούν αυτό που κάνουν και να γνωρίσουν αυτό που σκέφτονται.[1] Η γλώσσα , για παράδειγμα , επιβάλλεται σε ένα νεογέννητο μέσω της κοινωνικοποίησής του. Όμως μία γλώσσα είναι πολύ περισσότερα από έναν τρόπο ομιλίας , είναι ένας ολόκληρος κόσμος που κατευθύνει το άτομο σε υποχρεωτικούς τρόπους του «σκέπτεσθαι» , του «αντιλαμβάνειν» , και του «δραν». Οι κανόνες , οι τρόποι συμπεριφοράς , οι αξίες κ.λ.π. , μεταφέρονται με την γλώσσα.
         Ταυτόχρονα , η κοινωνία θεσμίζει μία ρητή εξουσία , από την οποία εκδίδονται κυρώσιμες διαταγές , απαραίτητες για την επιβίωσή της. Για την κοινωνία υπάρχουν απειλές από τις οποίες πρέπει να προστατευθεί , με πρώτη και καλύτερη αυτήν της αμφισβήτησης. Τίθεται σε αμφισβήτηση από τον ίδιο της τον εαυτό , το ίδιο της το φαντασιακό που μπορεί ανά πάσα στιγμή να αλλάξει. Απειλείται από τα ίδια της τα άτομα , τις ατομικές παρεκκλίσεις , που είναι αποτέλεσμα της αδάμαστης ψυχής τους. Τέλος απειλείται από άλλες κοινωνίες , που μπορεί να ήταν ήδη διαμορφωμένες πριν από την δική της σύσταση ή που διαμορφώθηκαν μετά από αυτήν αλλά έχουν διαφορετικό φαντασιακό υπόβαθρο. Συνεπώς , αναγκαστικά αναδύεται «το πολιτικό»[2] μιας κοινωνίας και λέγοντας «πολιτικό» δεν εννοούμε «την πολιτική» , με την έννοια της ίντριγκας , της ψηφοθηρίας και της κομπίνας. «Πολιτικό» σημαίνει την ρητή εξουσία κάθε κοινωνίας που επιβάλει ακόμα και με καταστολή τις εντολές της και συμπεριλαμβάνει δύο είδη εξουσιών τουλάχιστον : την κυβερνητική και την δικαστική. Υπήρξαν , υπάρχουν και ελπίζουμε πως θα υπάρξουν κοινωνίες δίχως Κράτος , δηλαδή ένα μηχανισμό που είναι ιεραρχικά οργανωμένος , γραφειοκρατικός και διαχωρισμένος από την κοινωνία. Το κράτος είναι ένα ιστορικό δημιούργημα που εντοπίζεται μέσα στον χρόνο. Μία κοινωνία χωρίς ένα τέτοιο κράτος είναι δυνατή αλλά , χωρίς ρητούς θεσμούς εξουσίας είναι αδύνατη. Σε αυτό το λάθος υπέπεσαν τόσο οι αναρχικοί φιλόσοφοι όσο και ο Μαρξ. Η σημαντικότερη όμως απειλή για μια κοινωνία , για την οποία «το πολιτικό» είναι απολύτως υπεύθυνο , είναι το μέλλον της. Ένα μέλλον που πρέπει να κατασκευασθεί , που υπάρχουν μεγάλες αβεβαιότητες , αλλά και σημαντικές αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν. Γίνεται εύκολα αντιληπτό από τα παραπάνω πως η θεσμισμένη εξουσία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να στηριχθεί στον καταναγκασμό. Στηρίζεται στην εσωτερίκευση των σημασιών της , από τα κοινωνικά κατασκευασμένα άτομά της. Χωρίς την ελάχιστη αποδοχή των θεσμών από τον πληθυσμό ή από το μεγαλύτερο μέρος του , ο καταναγκασμός είναι κατά βάση άχρηστος. Ένα σημαντικό παράδειγμα είναι οι ανατολικές χώρες , οι οποίες κατέρρευσαν μόλις άρχισε να ξεφτίζει η επιβληθείσα ιδεολογία. Ο σημαντικότερος μηχανισμός που αναλαμβάνει αυτήν την ευθύνη στις σύγχρονες κοινωνίες είναι τα ΜΜΕ .
         Ένα εύλογο ερώτημα στο σημείο αυτό , θα ήταν το από πού προέρχεται η θέσμιση , πια είναι η καταγωγή της ; Για να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα , είμαι υποχρεωμένος να κάνω μία διάκριση ανάμεσα στις ετερόνομες και στις αυτόνομες κοινωνίες. Ετερόνομη , ονομάζουμε μία κοινωνία που ο νόμος ή ο θεσμός , δίνεται από κάποιον άλλο , «έτερο». Φυσικά ξέρουμε πως ο νόμος δεν δίνεται ποτέ από άλλον αλλά είναι δημιούργημα της ίδιας της κοινότητας – κοινωνίας. Όμως , η συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνιών αποδίδει αυτήν την δημιουργία σε μία αρχή εξωκοινωνική , η οποία ξεφεύγει από τον έλεγχο των ανθρώπων. Όσο λοιπόν κρατάει αυτή η πεποίθηση , τόσο εξασφαλίζεται το ανέγγιχτο και το αιωνόβιο αυτών των θεσμών. Ένας νόμος που έχει δοθεί από τον Θεό , δεν μπορεί να είναι άδικος αφού ο Θεός είναι η ίδια η δικαιοσύνη. Ως εξωκοινωνική πηγή όμως δεν θεωρούμε μόνο τον Θεό , αλλά τους προγόνους , τον Λόγο , την Φύση  την  ratio ή την ιστορία.
          Ανάμεσα στην μεγάλη ποσότητα ετερόνομων κοινωνιών που υπήρξαν στην ιστορία , επέρχεται ρήξη σε δύο περιπτώσεις : στην Αρχαία Ελλάδα την περίοδο που προανέφερα και στην Δυτική Ευρώπη στις αρχές του 17ου αιώνα. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο ο Καστοριάδης χρησιμοποιεί  την Ελλάδα όχι ως μοντέλο αλλά ως ένα γονιμοποιό «σπέρμα». Εδώ υπάρχει «η απαρχή της αναγνώρισης του γεγονότος ότι πηγή του νόμου είναι η ίδια η κοινωνία , ότι εμείς φτιάχνουμε τους νόμους μας»(Κ. Καστοριάδης , 2000 : 194). Οι Αθηναίοι , είχαν απόλυτη συνείδηση του τι σημαίνει να είσαι πολίτης , τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Εδώ έγκειται ουσιαστικά η διάφορά μας , στο ότι εμείς σήμερα δεν έχουμε ιδέα της έννοιας «πολίτης» , με αποτέλεσμα να οδηγούμεθα στην συναίνεση , αφήνοντας άλλους να αποφασίζουν για εμάς.
         Μέχρι τον 8ο αιώνα περίπου , οι κοινωνίες ήταν θεσμισμένες πάνω στην αρχή ενός αυστηρού κλεισίματος ή αλλιώς μιας «κλειστότητας» των σημασιών. Ο όρος «κλειστότητα» έχει εδώ την ίδια ακριβώς σημασία με αυτήν των μαθηματικών , δηλαδή : ένα αλγεβρικό σώμα είναι «κλειστό εν εαυτό» , όταν κάθε αλγεβρική εξίσωση που μπορεί να εγγραφεί μέσα σε αυτό το σώμα (σύνολο) με τα στοιχεία του σώματος (συνόλου) , έχει λύσεις που είναι και αυτές στοιχεία του ίδιου σώματος (συνόλου). Σε κοινωνίες που υπάρχει κλειστότητα , κανένα ερώτημα που τίθεται μέσα σε αυτήν την κοινωνία , δεν στερείται απάντησης μέσα σε αυτήν την ίδια κοινωνία. «Κάθε κοινωνία εγκαθιδρύει και δημιουργεί τον ιδιόκοσμό της» (Κ. Καστοριάδης , 1995 : 119). Εκτός από αυτόν , υπάρχει ακόμα ένα είδος «ιδιο-οργάνωσης» που ορίζει τι σημαίνει «αξία» , «πληροφορία», «νόημα» κ.λ.π.. Συνεπώς η διαδικασία της θέσμισης , είναι ικανή να δημιουργήσει ή όχι αυτήν την «κλειστότητα». Π.χ. , το Κοράνι έχει απάντηση για όλα , το ίδιο και η Αγία Γραφή ή ο Τορά. Η ρήξη με την κλειστότητα μας ανοίγει προβληματισμούς που δεν έχουν τέλος. Οδήγησε τους Έλληνες να αποκτήσουν ενδιαφέρον για τους άλλους , για τις άλλες κοινωνίες , που έπαψαν να είναι «κατώτερες» , «κακές» ή «διεστραμμένες». Έγιναν απλώς «άλλες» , διαφορετικές, και άρχισαν να σκέφτονται για αυτές όπως και για πολλά άλλα πράγματα, δημιουργώντας την φιλοσοφία. Άρχισαν να στοχάζονται για νοήματα , έννοιες και σημασίες , έξω από την δική τους κοινωνία. Η μη ύπαρξη της κλειστότητας είναι αυτή που δημιουργεί την αμεροληψία. Μερικά παραδείγματα αυτού που γράφω , θα μπορούσαμε να βρούμε μέσα στις αθηναϊκές τραγωδίες. Στους «Πέρσας» του Αισχύλου δεν περιέχεται ούτε μία λέξη μίσους απέναντι στους Πέρσες , στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη , γίνεται κριτική στους ίδιους τους Αθηναίους για την συμπεριφορά τους απέναντι στους Μηλίους. Το έργο ανέβηκε ένα χρόνο μετά την σφαγή τους από τους Αθηναίους.
         Συμπερασματικά μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι η ιστορία είναι δημιουργία και «Αυτό που» δημιουργεί την κοινωνία είναι η θέσμιση , μία εγγενής διαδικασία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η ιστορία δεν είναι μία αιτιακή συναλύσωση , συνεπώς δεν έχει έσχατο θεμέλιο. Άρα τίθεται το ερώτημα της κρίσης και της επιλογής , ως ριζικό ερώτημα. Μπορούμε να κρίνουμε και να επιλέγουμε ; Σε ποιες κοινωνίες το «κρίνειν και επιλέγειν» είναι δυνατό ;
         Το «κρίνειν και επιλέγειν» είναι φαντασιακές σημασίες και ως τέτοιες προϋποτίθεται ότι αποτελούν μέρος μιας ιδιαίτερης ιστορίας , μιας ιδιαίτερης παράδοσης. Κατ’ επέκταση και εμείς αφού μπορούμε να κρίνουμε και να επιλέγουμε , σημαίνει ότι ανήκουμε σε μία συγκεκριμένη παράδοση , την ελληνοδυτική. Εδώ δημιουργήθηκε το «κρίνειν και επιλέγειν» και πουθενά αλλού. Κρίνω και επιλέγω σημαίνει αμφισβητώ αυτό που ήδη υπάρχει. Η αρχή της αμφισβήτησης τέθηκε για πρώτη φορά από τους Έλληνες , που θεώρησαν τον κόσμο διαφορετικό , ξεκινώντας πρώτα απ’ όλα από την παράδοση. Έθεσαν υπό αμφισβήτηση τους παραδοσιακούς θεσμούς , ως νόμους με την στενή έννοια του όρου , αλλά και ως κοινωνικές παραστάσεις. Στην πρώτη περίπτωση διατύπωσαν το ερώτημα που απασχόλησε την πολιτική φιλοσοφία για αιώνες και την απασχολεί ακόμα : «Ποιος Άρχει ;» Ο βασιλιάς και οι αριστοκράτες όπως έλεγε η παράδοση , ή ο δήμος σύμφωνα με την νέα θέσμιση ; Στην δεύτερη περίπτωση «ακύρωσαν» τις θεσμισμένες παραστάσεις διδάσκοντας στα παιδιά τους από την αρχή το τι είναι καλό , τι είναι κακό , τι είναι δίκαιο και τι άδικο. Επίσης δίδαξαν με διαφορετικό τρόπο το τι είναι ο κόσμος , η ζωή και ο θάνατος.(Κ. Καστοριάδη 1999 :12). Την διττή αυτή αμφισβήτηση την οποία κληρονομήσαμε , την θεωρούμε τρόπον τινά αυτονόητη. Πιστεύουμε πως οι ιδέες αυτές ως ρυθμιστικές σημασίες της κοινωνικής ζωής ίσχυαν και ισχύουν παντού και πάντα. Λάθος! Σε όλες τις γνωστές κοινωνίες το αυτονόητο ήταν και είναι το να συνεχίζεται η ζωή όπως ακριβώς την βρήκαμε. Παραθέτω μερικά παραδείγματα : ένας Εβραίος δεν μπορεί να επιλέξει γιατί τα πάντα είναι δοσμένα από τον Θεό. Επίσης , ένας Χριστιανός δεν μπορεί να κρίνει γιατί «μην κρίνετε , ίνα μην κριθείτε» (Ματθαίος 7,1). Στην Ινδία σήμερα το αυτονόητο για έναν Ινδό , είναι το να διατηρήσει την θέση του μέσα στις κάστες. Οι παρίες παραμένουν παρίες παρ’ όλο που πληθυσμιακά ονομάζουμε την χώρα αυτή την «μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου». Αυτό δεν τελείται υπό την απειλή των όπλων , αλλά με την πεποίθηση των ίδιων των ατόμων πως αυτή είναι η θέση τους στην κοινωνία. Αν θέλουν να αλλάξουν την ζωή τους , προσχωρούν στο Ισλάμ , σε μία άλλη θρησκεία που απλώς δεν έχει παρίες.
         Ένα άλλο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η «πάλη των τάξεων», μία ενεργός αντίδραση από μέρους αυτών που υφίστανται καταπίεση. Η πράξη αυτή ως τέτοια , αποτελεί εξαίρεση στην ιστορία και όχι τον κανόνα. Στην πραγματικότητα , η αντίδραση είναι «ατομική αντίδραση» των καταπιεζομένων που δεν θέτουν ως στόχο την αλλαγή της κοινωνικής θέσμισης αλλά την αλλαγή της ατομικής τους κατάστασης μέσα στους ήδη υπάρχοντες θεσμούς. Όταν οι δούλοι κάνουν επανάσταση και παίρνουν την εξουσία στα χέρια τους , εκλέγουν βασιλιά , υπηρέτες , αυλικούς , υπουργούς κ.λ.π. Το πιο δυνατό παράδειγμα εδώ θα ήταν η κοινωνικο-ανατρεπτική επανάσταση του 1821. Μόλις διώξαμε τους Τούρκους , φέραμε αμέσως ξένους βασιλιάδες. Εδώ κατά τη γνώμη μου βρίσκετε το σημείο «κλειδί» για την Αριστερά και κυρίως για το ΚΚΕ . Δεν θέλω να βελτιώσω τη θέση μου σε αυτή τη κοινωνία , θέλω μια άλλη κοινωνία!!
Δεν είναι όμως το θέμα μας τώρα τα προβλήματα της αριστεράς γι’ αυτό σταματώ εδώ . 
         Αυτός ακριβώς είναι και ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε και εμείς ως «άνθρωποι»  σήμερα και όχι ως «πολίτες». Δεν λειτουργούμε με βάση συλλογικούς , αλλά ατομικούς στόχους. Εκείνο που στην πραγματικότητα επιζητούμε , δεν είναι να αλλάξουμε τους θεσμούς αλλά την θέση μας μέσα στον ήδη υπάρχοντα θεσμό. Χρησιμοποιούμε έναν θεσμό , προκειμένου να αλλάξουμε το κοινωνικό μας status , αδιαφορώντας για το αν ο θεσμός αυτός είναι κακός για την πλειονότητα των πολιτών , στην οποία ανήκουμε και εμείς , ή ανήκαμε πριν τo καταφέρουμε. Αυτή η κατάσταση μας οδηγεί αναγκαστικά σε συναίνεση , το ότι δεν συμπεριφερόμαστε ως πολίτες αλλά ως άτομα. Άρα η κοινωνία που δημιουργούμε , είναι μία «ατομική» κοινωνία που με την σειρά της αναπαράγει «άτομα» και όχι «πολίτες». Για να εξηγήσω καλύτερα θα πω πως η κοινωνία μέσω των θεσμών της , δημιουργεί την ανάγκη να τοποθετήσουμε την όποια ικανότητα , διαφορετικότητα ή συμφέρον , πιο πάνω από το «συλλογικό» , με αποτέλεσμα αυτό το «μη συλλογικό» που δημιουργείται να μπορεί να εξουσιάζεται πολύ πιο εύκολα.(Διαίρει και Βασίλευε)  Έτσι , τα «άτομα» συναινούν αμέσως , όταν οποιαδήποτε απόφαση της εξουσίας βοηθά την προσωπική τους ευημερία. Εξαρτιόμαστε από το αν θα συναινέσουμε ή όχι. Αυτό , με το πέρασμα του χρόνου , γίνεται θέσφατο , τον οποίο έφτιαξαν αλλά και αποδέχτηκαν τα ίδια τα άτομα. Η διατήρηση της όποιας μορφής  κοινωνίας , είναι έργο του συλλογικού φαντασιακού  των ατόμων από τα οποία αποτελείται. Συνεπώς , αυτό που συνέχει μια κοινωνία , είναι η θέσμιση. Οι νόρμες , οι αξίες , η γλώσσα , οι τρόποι αντιμετώπισης των πραγμάτων , όλα εξαρτώνται από τον τρόπο που έχουν θεσμισθεί. Η θέσμιση αφορά το «όλον», περνά μέσω της κοινωνικοποίησης και παράγει άτομα ικανά και αναγκασμένα να την αναπαράγουν , φτιάχνοντας  έτσι έναν ιστό κοινωνικών φαντασιακών σημασιών. Οι σημασίες είναι φαντασιακές γιατί δεν αντιστοιχούν σε ορθολογικά στοιχεία , ούτε είναι ύλη. Τίθενται μέσα από την συλλογική δημιουργία ενός απρόσωπου και ανώνυμου συνόλου , του κοινωνικού.
         Η συνειδητοποίηση του ότι εμείς οι άνθρωποι κατασκευάζουμε την θέσμιση , ουσιαστικά την κοινωνία , άρα μπορούμε και να την αλλάζουμε , αν λειτουργούμε συλλογικά , είναι αυτό που οδηγεί στην αυτονομία δηλαδή στην ελευθερία. Ελευθερία θα πει να γνωρίζω τι δεν πρέπει να κάνω , ώστε να ωφελήσω το συλλογικό αλλά και το ατομικό μου συμφέρον. Οι κοινωνίες είναι δημιουργήματα συλλογικά και δεν υπόκεινται σε εξωκοινωνικούς ή υπερβατικούς νόμους. Αυτό ακριβώς βίωναν , ένιωθαν , καταλάβαιναν ή όπως θέλετε μπορείτε να το πείτε , οι Έλληνες της συγκεκριμένης περιόδου. Είδαν πως για να μπορούν να κρίνουν και να επιλέξουν πρέπει πρώτα να αμφισβητήσουν αυτό που οι ίδιοι δημιούργησαν. Κατάλαβαν πως μπορούσαν να μιλήσουν και να σκεφθούν αλλιώς και όχι όπως έπρεπε να μιλούν και να σκέφτονται μέχρι τότε. Απέκτησαν την ικανότητα να θέτουν νέα ερωτήματα που μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν αδιανόητα. Σε τελική ανάλυση κατάλαβαν πως : «Οι θεσμοί , με την αληθινή έννοια του όρου , ανήκουν στο αδιόρατο εμμενές»(Κ. Καστοριάδης 2000 : 16). Ίσως και εμείς σήμερα πρέπει να καταλάβουμε πως η έννοια της αυτονομίας μας είναι παντελώς άγνωστη και αυτός ίσως είναι μία αιτία που μας οδηγεί στην άμεση και εύκολη συναίνεση.



[1] Κείμενο του Γ. Στεφανάτου στην μνήμη του Κ. Καστοριάδη  «Από την ψυχική μονάδα στην αυτονομία» :«του Κορνήλιου Κστοριάδη» , Πόλις , 2000, σελ. 187,.
[2] Κ. Καστοριάδη , Η Άνοδος της Ασημαντότητας , Ύψιλον , 2000 , σελ.262.